ξεινιτεία

ξεινιτεία
ξεινιτεία, ἡ (Α)
βλ. ξενιτιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξενιτιά — και ξενιτειά, η (ΑΜ ξενιτεία, Α και ξεινιτεία) [ξενιτεύομαι] η διαμονή σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα, η αποδημία («ανάθεμά σε, ξενιτιά, μ όσα καλά κι αν έχεις», δημ. δίστιχο) νεοελλ. η ξένη χώρα, η αλλοδαπή, τα ξένα («την ξενιτιά, την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”